τοι

τοι
    τοί
    I
    энкл. усилит.-утвердит. частица
    1) так вот, итак, же
    

ἀλλ΄ ἴσθι τοι Soph. — так знай же;

    εἴ τοι νομίζεις … Soph. — если ты только думаешь …;
    ἐγώ τοι οἶμαι … Xen. — я лично думаю …

    2) право, несомненно, именно, в самом деле
    

πλεόνων δέ τοι ἔργον ἄμεινον Hom. — ведь (совместный) труд многих, несомненно, лучше

    II
    энкл. дор.-ион. (= σοί См. σοι) dat. к σύ См. συ
    III
    эп.-ион. =
    1) οἱ
    2) οἵ

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τοι" в других словарях:

  • τοι — (I) Α (μόριο) ΣΗΜΑΣΙΑ ΣΥΝΤΑΞΗ χρησιμοποιείται: 1. για να συγκεφαλαιώσει ή για να εκφράσει ένα θετικό συμπέρασμα: λοιπόν, επομένως, όπως βλέπεις («οὗτός τοι... ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται ἀνήρ», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. στους τραγικούς) για να εισαγάγει ένα… …   Dictionary of Greek

  • τοί — ὁ lentil masc nom pl (epic) τοι , σύ thou dat 2nd sg (doric) σύ thou dat 2nd sg τοι , τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοι — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοῖ — σύ thou dat 2nd sg (doric) τοι let me tell you enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοΐ — Α (σε επιγρ.) άλλος τ. τού ουδ. τής δεικτ. αντων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί τοδί (βλ. λ. όδε)] …   Dictionary of Greek

  • τοί — (I) ταί, Α (άρθρ.) (ονομ. πληθ.) βλ. ο. (II) ταί, Α ονομ. πληθ. τής αναφ. αντων. ὅς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για την ονομ. πληθ. τού άρθρου ὁ, ἡ, τό, που χρησιμοποιήθηκε αρχικά και ως αναφορική αντωνυμία (βλ. λ. ο, η, το)] …   Dictionary of Greek

  • τόι — το, Ν είδος πουλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. toy] …   Dictionary of Greek

  • τοῖ' — τοῖο , ὁ lentil masc/neut gen sg (epic) τοῖα , τοῖος such neut nom/voc/acc pl τοῖε , τοῖος such masc voc sg τοῖαι , τοῖος such fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. — καὶ τοῦτο τοι τ’ἀνδρεῖον, ἡ προμηθία. См. Все можно, только осторожно …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί τοι πόσιος καὶ βρώσιος εἰσὶν ἑταῖροι. — См. При пиве, при бражке много братьев …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Πολλοί σέ τοι μισοῦσιν, ἂν σαυτὸν φιλεῖς. — См. Самолюб никому не люб …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»